Oρκίζομαι.

“Δώσε μου λίγο απ’ την αγάπη σου. Δε θα πάει χαμένη. Πάμε όπου θες, θα φύγουμε από εδώ. Δε θα βαρεθείς ποτέ μαζί μου. Δε θα πληγωθείς ποτέ ξανά. Το ορκίζομαι.”

Εκείνο το βράδυ είχε μια λάμψη, σαν τις παλιές Ντισκοτέκ με τα μεγάλα τους φώτα, και τις ντισκο-μπάλες που γυρνούσαν με το δικό τους ρυθμό, πιστεύοντας σε έναν άλλον Θεό, αυτόν της μουσικής. Ένα σκούρο σεπια χρώμα είχε τυλίξει κάθε στενάκι από τα χαμηλά πορτοκαλί φώτα του δρόμου, γεμάτος με νεανικές φωνές, που χόρευαν ρυθμικά με την συζήτηση, την κατάσταση, την διάθεση. Μια πολύχρωμη, δραστική οπτασία για όποιον ήθελε να εξαντλήσει την κοινωνική του μπαταρία. Και υπήρχαν άνθρωποι, που ήταν έτοιμοι να το κάνουν.

Εκείνη δεν ήταν έτοιμη να το κάνει στο μέγιστο, κι ας συντρόφευε μια παρέα που ήταν διατεθειμένη να ξεσηκώσει όλο το μαγαζί με τις φωνές και τα γέλια της. Γιορτινό τραπέζι εκείνο στο οποίο καθόταν. Ο εορτάζων με τα πράσινα μάτια δεν το έβλεπε σαν μια συμβατική γιορτή. Ήταν για αυτόν, μια ακόμη ευχάριστη υπενθύμιση ότι είναι ένα χρόνο πιο κοντά στο θάνατο. Υπάρχουν άνθρωποι που κοιτάνε κατάματα το θάνατο και δεν φοβούνται; Αυτός θεωρούσε ότι ήταν ένας από αυτούς. Όχι τόσο για τον θάνατο, αλλά για το γεγονός ότι δεν μπορούσε να τον φοβίσει τίποτα. Και κανένας. Ίσως μόνο όσους ερωτευτεί, και αθώα μυθοποιήσει, φοβηθεί για τον έλεγχο που τους έδωσε άβουλα πάνω τους. Στην τελική, ήταν ένας ακόμη άνθρωπος που πίστευε ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε τον έρωτα. Γύρισε και την κοίταξε στα μάτια και τη ρώτησε αν περνάει καλά. Εκείνη απάντησε με ένα τυπικό χαμόγελο πως ναι, περνάει καλά. Αλλά πιο πολύ περνούσε καλά, γιατί τον ανακάλυπτε, ανακαλύπτει μια ακόμη πτυχή του μέσα στο ασφαλές του μέρος, στο μέρος που έλαμπε, με τους ανθρώπους που αγαπούσε, σε μια πόλη που δεν μπορούσε παρά να αγαπήσει γιατί την ζούσε κάθε μέρα, κι ας μη το παραδέχεται.

“Ότι είναι σημαντικό για εσένα, είναι σημαντικό και για εμένα.”

Ένα ακόμη φοιτητικό παιχνίδι, ακόμη περισσότερα γέλια, μια ακόμη συνήθεια των φοιτητικών παρέων που είχε εκείνη ξεχάσει να ζει καθημερινά, όπως ζούσαν όλα τα τραπέζια γύρω της. Κοιτούσε τα βλέμματα όλων των θαμώνων του κρασάδικου αυτού, ο καθένας ένας φοιτητής με τη δική του ιστορία, τη δική του παρέα, και τον δικό του κρυφό έρωτα που ήθελε να ζήσει. Θυμόταν κι αυτή τους δικούς της, περασμένους έρωτες, να ξαναζωντανεύουν συναισθήματα που είχε ξεχάσει. Ήταν η σειρά της να κάνει την κυρία. Έπρεπε να φιλήσει τον κύριο. Δεν είχε συγκρατήσει ποιος ήταν μέχρι που δέχθηκε το πεταχτό φιλί. Το σκληρό παιδί με τα πράσινα μάτια, για εκείνα τα λίγα ασήμαντα δευτερόλεπτα, ήταν κύριος. Δε πρόλαβε καν να αντιληφθεί το φιλί.

Και ξαφνικά, ένιωσε σαν να συνεχιζόταν το φιλί στο μυαλό της. Στο μυαλό της, η σκέψη πως το φιλί σε ένα παράλληλο σύμπαν απλά συνεχιζόταν, ήταν ανεξέλεγκτη. Εισέβαλε χωρίς να την ρωτήσει. Και τότε, το κρασάδικο είχε αδειάσει. Τα φώτα άρχισαν να χαμηλώνουν και ομίχλη να πέφτει παντού γύρω.

“Το ξέρεις ότι βγήκες από μία ταινία; μια κουλτουριάρικη, που δε τη ξέρει σχεδόν κανένας, μα όσοι την ξέρουν, την αγαπάνε βαθύτατα.”

Τα χείλη του είχαν γεύση από ημίγλυκο κρασί. Και τα παγωμένα του χέρια, είχαν τυλίξει το λαιμό της. Μπορούσε κάποιος να έχει πιο παγωμένα χέρια από αυτή; δεν ήταν σωστό. Τα παγωμένα χέρια συμβολίζουν μοναξιά. Και ένιωθε πως κάνεις δε θα μπορούσε να νιώσει όση μοναξιά ένιωσε σε όλη της τη ζωή. Ειδικά αυτός, δεν θα έπρεπε να ξανανιώσει μόνος του ποτέ.


“Νομίζεις είναι κάτι το ξεχωριστό; απλώς πέρασα πολλές δύσκολες φάσεις. Δεν σημαίνει κάτι αυτή τη στιγμή αυτό. Και καλά να περνούσα σε αυτή τη ζωή, πάλι η μοναξιά θα υπήρχε.”

Αρπάζει τα χέρια του από το λαιμό της και τα τυλίγει στα δικά της. Έπρεπε να διώξει, έστω κι έτσι, αυτή τη παγωμένη μοναξιά από πάνω τους. Τον κοιτάει στα μάτια. Ατίθαση ζούγκλα, καταρράκτες κρυμμένοι από τα καταπράσινα δέντρα. Μάτια σκληρά, δύσκολα θα μπορούσες να τα κάνεις να λιώσουν. Κοιτούσαν ύποπτα ότι υπήρχε μπροστά τους. Έτσι είχαν μάθει να επιβιώνουν και να λάμπουν μέχρι και σήμερα. Αυτά τα μάτια είχαν καρφωθεί πάνω της, έτοιμα να προστατεύσουν τον ιδιοκτήτη τους. Έκανε τα πάντα για να τους υπενθυμίσει πως δεν είναι κίνδυνος.

“Τη μοναξιά δε μπορούμε ποτέ να τη διώξουμε. Μόνο όμως, μπορούμε να τη μοιραστούμε.”

Παίρνει τα χέρια του από τα δικά της βιαστικά, μηχανικά. Άμυνα. Το κατάλαβε, και δεν του τα ζήτησε πίσω. Αν και ήθελε, το ήξερε. Εκείνος δεν ήθελε να μοιραστεί τίποτα, ούτε να συμβιβαστεί ξανά. Άραγε θα ήθελε ποτέ ξανά να μοιραστεί κάτι σαν τον ίδιο του τον εαυτό; Η αλήθεια είναι πως του άρεσε να δίνεται στους άλλους, αλλά μόνο μέχρι εκεί που δεν ένιωθε ότι χάνεται. Είχε βιώσει τι σημαίνει το να χάνεσαι, δεν του βγήκε σε καλό. Και η κοπέλα που ήταν μπροστά του με το ζεστό πρόσωπο φάνταζε τρομαχτική, έτοιμη να αρπάξει την καρδιά του, και να την κάνει αδύναμη.

“Δεν θέλω να σε κάνω αδύναμο. Κάνεις δεν μπορεί να το κάνει αυτό, εκτός από εσένα. Μόνο εσύ μπορείς να το επιτρέψεις αυτό.”

Δεν θα επέτρεπε ποτέ σε κανέναν να τον δει αδύναμο. Ήταν βασική του αρχή από την μέρα που θυμάται τον εαυτό του. Και τότε τα μάτια του χαλάρωσαν, θυμήθηκε. Εκείνα τα βράδια στα οποία το αναθεματισμένο ζεστό πρόσωπο της κατάφεραν να τον κάνουν αδύναμο. Θυμήθηκε τα δάκρυα του, κι εκείνα τα χέρια που χαϊδευαν γεμάτα στοργή το κεφάλι του. Στο μυαλό του, υπήρχε πάντα μια φωνούλα που του έλεγε πως είναι ψεύτικα, αν και εκείνη δεν εκμεταλλεύτηκε ποτέ τις αδύναμες στιγμές του. Τα λόγια της, ανταποκρίνοταν με τις πράξεις της. Ξαφνικά μέσα στην ομίχλη εκείνου του σιωπηλού πια κρασάδικου μπορούσαν να ακούσουν τη θάλασσα, εκείνη τη γνώριμη θάλασσα που ήξεραν και οι δυο. Για χάρη της αλμύρας, η απορία που δημιουργήθηκε στο μυαλό του, τον έφερε σε μία διαφορετική, διαπραγματεύσιμη στάση άμυνας. Ήταν καλός διαπραγματευτής. Απλώς, έπρεπε να τον πείσει. Αλλά ήδη ένιωθε την εσωτερική του νίκη, ήταν παιχνιδάκι για αυτόν. Κανένας δεν μπορούσε να τον πείσει ότι αξίζει να αφήσει πίσω τις άμυνες του, και να δείξει τις πολύτιμες αδυναμίες του. Να δοθεί, να μοιραστεί τον εαυτό του ξανά.

“Τι θέλεις από εμένα τότε;”

Εκείνη χαμογέλασε. Ήταν ένα αγνό, μα συνάμα ύπουλο χαμόγελο. Όχι προς τα σκληρά του πράσινα μάτια, αλλά προς τον θρασύτατο εαυτό της. Ήξερε πως στα παιχνίδια του έρωτα έβγαινε πάντα δεύτερη, αν όχι τελευταία. Πάντα υπερβολική, συναισθηματική, όλα ή τίποτα. Μα, όσο υπερβολική κι αν ήταν, δεν ήταν ποτέ αρκετή. Για κανέναν. Τα φώτα γύρω τους χαμήλωναν απειλητικά, σαν να θυμίζουν το μαχαίρι του χρόνου, που δεν μπορεί να τους κρατά σε αυτή την ομίχλη για πάντα. Τότε θυμήθηκε το γεγονός ότι έμαθε να μην παίρνει προσωπικά την απόρριψη των άλλων και, ίσως, αυτό και να ήταν το όπλο που της έλειπε. Το θράσος να πιστεύει σε όσα νιώθει, χωρίς να χάνεται. Ήταν η ευκαιρία της να πάει κόντρα στα θέματα απόρριψης της, και να κερδίσει το δικό της παιχνίδι.

“Δώσε μου λίγο απ’ την αγάπη σου.”

Γέλασε. Είχε καταλάβει πια το παιχνίδι της, και την είχε κερδίσει. Η ειρωνεία του δε μπορούσε πια να κρυφτεί. Αν και η κοπέλα που είχε μπροστά του δεν έμοιαζε να πτοείται από το γέλιο του, σχεδόν έμοιαζε να λέει όντως αλήθεια. Ανεπηρέαστη παίκτρια. Σχεδόν τον νευρίαζε. Δε μπορούσε να την πιστέψει, δεν μπορούσε να τον πείσει.

“Γιατί; την αξίζεις;”

Το χέρι της έπιασε το δικό του σφιχτά. Έσκυψε πιο κοντά του, με κάτι σκοτεινά, μα πεντακάθαρα καφέ μάτια. Η ειλικρίνεια της, ήταν ένα ακόμη της όπλο. Δε της άρεσαν τα ψέματα, είχε εμπνεύσει ήδη μια στοιχειώδη εμπιστοσύνη με τις πράξεις της και ήταν διατεθειμένη να προσπαθήσει για αυτά που θέλει. Το σκληρό αγόρι δεν μπορούσε πια να μην δει ότι έχει απέναντι του μία εξίσου σκληρή κοπέλα, που δεν ήρθε για να παίξει. Ήρθε να διεκδικήσει άξια, μια θέση στη καρδιά του.

“Δε θα πάει χαμένη.”

Δεν χρησιμοποίησε τυχαία αυτό το επίθετο. Ήξερε πως αν υπήρχε κάτι που δεν άντεχε ο παίκτης απέναντι της, είναι να σπαταλάει τον χρόνο και την ενέργεια του σε κάτι άσκοπο, σε κάτι που δεν θα του προσφέρει κάτι ουσιαστικό, κάτι βαθύ, μα συνάμα χαλαρό, ξένοιαστο, απελευθερωτικό. Και ακριβώς επειδή κι η ίδια το ήθελε αυτό στη ζωή της, αυτή τη διττή αίσθηση του να δίνεις και να δίνεσαι βαθιά μα συνάμα ξένοιαστα, ήταν έτοιμη να προσπαθήσει. Όμως, ήξερε πως δεν μπορούσε να τον πείσει ακόμη.

“Πόσο σίγουρη είσαι για αυτό;”

Εμπιστοσύνη. Αυτό είναι κάτι που δεν έχει κερδίσει ολοκληρωτικά ακόμη από αυτόν. Η εμπιστοσύνη που θα έκανε αυτά τα σκληρά πράσινα μάτια να μαλακώσουν, θέλει χρόνο. Χρόνο που δεν έχουν. Ο χρόνος πάντα είναι τόσο λίγος. Ένιωθε το μαχαίρι του χρόνου να γρατζουνάει τον λαιμό της. Έπρεπε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Σηκώνεται και αρπάζει το χέρι του. Τον σπρώχνει να σηκωθεί. Η κίνηση της τον βρήκε απροετοίμαστο. Τι ήθελε να καταφερει αυτή η συναισθηματική κοπέλα; Πραγματικά πίστευε ότι μπορεί να τον κερδίσει; γέλασε μέσα του με το θράσος της, και η περιέργεια του τον σήκωσε μαζί της.

“Πάμε να φύγουμε από εδώ!”

Έπρεπε να φύγουν, να πάνε κάπου που θα μπορέσει να της δοθεί ο χώρος να αποδείξει την αξία της, τα όπλα της, τη δύναμη της να μπορεί να συνυπάρχει αυτός ο ποιητικός συναισθηματισμός της, με την μανιασμένη χαώδη ανάγκη του για ελευθερία. Άρχισε να τρέχει, τραβώντας τον μαζί. Τα άφησαν όλα πίσω. Άδεια, ομιχλώδη. Έτρεχαν μέσα σε άδειους δρόμους, κάτω από πορτοκαλί φώτα που φώτιζαν όλο και πιο δυνατά για χάρη τους. Ξαφνικά, εκείνο το τρέξιμο προς το άγνωστο, έγινε αγώνας, χωρίς τερματικό, κι άρχισαν να κάνουν κόντρες μεταξύ τους, ποιος θα τρέξει πιο γρήγορα. Γελούσαν δυνατά, με κοφτές ανάσες. Τελικά, άφησαν τις τελευταίες τους ανάσες σε ένα παγκάκι, απόμερο, με θέα ένα λιμάνι. Άναψαν αλαφριασμένοι από ένα τσιγάρο. Και τότε, πριν ανάψει το τσιγάρο του, του το παίρνει από το στόμα και τον φιλάει, ξανά, ρουφώντας όσες περισσότερες άμυνες μπορούσε από μέσα του. Ήταν πολύ κουρασμένος για να αμυνθεί. Του ξαναβάζει το τσιγάρο στο στόμα και του το ανάβει με το δικό της.

“Δεν θα βαρεθείς ποτέ μαζί μου.”

Το είχε καταλάβει αυτό. Είχε δει την ενέργεια της, ήρεμη, μα συνάμα φουρτουνιασμένη. Ίσως για αυτό την παρομοίαζε με το στοιχείο του νερού και όχι της φωτιάς. Παρότι φαίνεται μια κοπέλα με ενέργεια, είναι περισσότερο μια ήρεμη δύναμη, που ταιριάζει πιο πολύ με το στοιχείο του νερού. Δεν θα μπορούσε αυτή η κοπέλα να είναι φωτιά. Ίσως και να το ήθελε, μα δε θα ήταν αυτή. Και τότε, είναι που έβγαλε νόημα εκείνη η ατάκα. Ότι δε θα μπορούσε να είναι το κορίτσι με το κόκκινο μπαλόνι, και, είναι με το μπλε.

“Με τρομάζεις.”

Της το ομολόγησε. Ήταν η αλήθεια του. Δε μπορούσε να καταλάβει πλήρως πως ένας άνθρωπος αφήνει τα συναισθήματα του να τον ελέγχουν έτσι, να διατίθεται να πληγωθεί έτσι, και να νιώσει έναν πόνο σαν αυτόν που θέλει να βιώσει αυτή. Γίνεται οι άνθρωποι να θέλουν να βιώνουν πόνο;

“Κι εσύ με τρόμαζες όταν σε γνώρισα”

Έβγαζε νόημα αυτό στο μυαλό του. Όλους τους τρόμαζε. Δεν ήθελε να τους τρομάξει όντως, ήθελε απλώς να μην τον πληγώσουν. Να τον αφήσουν στην ησυχία του, στην ελευθερία του, σε ένα κόσμο που μπορεί να ήταν μοναχικός, αλλά θα ήταν ήσυχος, κι η ησυχία είναι κάτι που δεν είχε ποτέ στην ζωή του, αλλά ήθελε πάρα πολύ. Ο αέρας ήταν παγωμένος, κι είχε ντυθεί πολύ ελαφριά. Ένιωσε το κασκόλ της να τυλίγει το λαιμό του και έβρασε από θυμό. Έπρεπε οι άλλοι γύρω του να καταλάβουν ότι δεν είναι αδύναμος. Δεν τον άφησε να το βγάλει. Έπρεπε να του δείξει πως νοιάζεται, και πως είναι εντάξει να της επιτρέψει να τον νοιαστεί.

“Και πρέπει να καταλάβεις κάτι. Δεν θέλω να πληγωθείς ποτέ ξανά!”

Λόγια χωρίς αντίκρισμα. Δεν είχε νόημα τι θα του έλεγε μετά. Είχε νευριάσει τώρα.

“Δεν είναι στο χέρι σου, οπότε μη τάζεις πράγματα που δεν μπορείς να κάνεις!”

Φιτίλι.

“Ξέρω ότι δε θέλω να σε πληγώσω, κι αυτό μου είναι αρκετό!”

Έκρηξη.

“Δεν φτάνει αυτό! Αν έφτανε δεν θα ήταν σκατένιος αυτός ο κόσμος! Όλοι γεμάτοι υποσχέσεις που δε μπορούν να τηρήσουν, και περιμένουν εγώ να πεισθώ από τις συναισθηματικές τους μαλακίες! Δε θα συμβεί ποτέ αυτό!”

Βροχή.

“Αν δεν με δοκιμάσεις, δε θα μπορείς να ξέρεις. Και για αυτό, δεν σου φταίω εγώ. Και δε θα σου φταίει κανένας. Ζήσε και μάθε. Δοκίμασε με.”

Ηφαίστειο.

“Λυπάμαι που θα στο πω έτσι, αλλά δε θέλω. Δεν σε χρειάζομαι. Δεν τη πατάω τόσο εύκολα από μεγάλα λόγια.”

Τσουνάμι.

Τον φιλάει για άλλη μια φορά, όσο πιο παθιασμένα μπορούσε. Αφού δεν τον έπειθαν τα λόγια της, έπρεπε να πράξει, να ρισκάρει. Ήθελε κάθε της κίνηση, να μιλήσει στο σκληρό του σώμα, που δεν την άφηνε να βουτήξει εκεί μέσα του, και να τον γεμίσει με φως. Όχι με το φως του ήλιου, δεν ήθελε ποτέ να τον κάνει να εξαρτηθεί από το φως της, ήθελε να τον φωτίσει σαν το φως της σελήνης, που μπορείς να ζήσεις και χωρίς αυτό, αλλά κάθεσαι και το κοιτάς κάθε βράδυ, για να σου θυμίζει το άπιαστο, το όμορφο. Ποτέ η ομορφιά, η ποίηση, τα συναισθήματα, ήταν απαραίτητα για την επιβίωση του ανθρώπου. Αλλά ήταν, είναι, και θα είναι εκείνα που θα κάνουν πιο όμορφη την ανθρώπινη ζωή. Το λάθος των ανθρώπων δεν έγκειτο ποτέ στα συναισθήματα τους, αλλά στην έλλειψη να τα ελέγξουν και, δυστυχώς, αν δεν αφήσεις κάτι να σε ελέγξει πρώτα, δε θα μάθεις ποτέ πως να το ελέγχεις εσύ. Τα χείλη τους χωρίζονται, αλλά τα μάτια τους παρέμεναν κλειστά. Οι ανάσες τους χτυπούσαν τα χείλη τους, τις ψυχές τους, και τα παγωμένα χέρια τους ενωμένα, ήταν λίγο πιο ζεστά.

“Δε θέλω να με χρειάζεσαι. Θέλω απλά να με αντικρίσεις.”

Ανοίγουν τα μάτια τους. Ο χρόνος είχε πια τελειώσει. Τα σκληρά του μάτια είχαν μαλακώσει, και δεν ήξερε κανένας από τους δύο το γιατί. Τα δικά της μάτια ξαφνικά άρχισαν να υγραίνουν, σαν μανιασμένες ακρογιαλιές.

“Εγώ έτσι μ’αρέσει να αγαπάω. Εσύ;”

Και τότε το παράλληλο σύμπαν είχε πια εξαφανιστεί. Οι φωνές στο κρασάδικο επέστρεψαν, αποσυντονίζοντας την και η ιδέα του να πάνε όλοι να χορέψουνε έπεσε στο τραπέζι. Κοίταξε γύρω της, χαμένη ακόμη από τη σκέψη που προχώρησε για πάρα πολύ ώρα μέσα στο μυαλό της, σχεδόν δεν παρατήρησε ότι οι μισοί είχανε φύγει. Έψαξε ασυναίσθητα τα μάτια του, μα τελικά βρήκε μόνο το γέλιο του. Γελούσε ξένοιαστα μαζί με μία φίλη του. Εκείνη χαμογέλασε, γλυκόπικρα. Είχε χάσει απόψε μια μάχη που δε ξεκίνησε ποτέ, αλλά δεν μπορείς και να πεις το τέλος μιας ιστορίας που δεν άρχισε ποτέ. Αφήνει το κεφάλι της πάνω στον ώμο του όσο βρίσκονται στο λεωφορείο για να πάνε να χορέψουνε.

“Θέλω να σου ορκιστώ κάτι, αλλά ξέρω ότι δεν πρέπει να ορκιζόμαστε.”

Την κοιτάζει απορημένος.

“Με τρομάζεις.”

“Κι εσύ με τρόμαζες όταν σε γνώρισα, αλλά τώρα σε λατρεύω, το ορκίζομαι!”

Leave a comment